ῥοδόδενδρον

ῥοδόδενδρον
ῥοδόδενδρον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥοδοδένδρου — ῥοδόδενδρον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… …   Dictionary of Greek

  • олеандр — диал. олиандра, лиандра. Новое заимствование из нем. Оlеаndеr или франц. oleandre, которые происходят из ср. лат. lorandrum – из laurus+rhododendrum, греч. ῥοδόδενδρον; см. Преобр. I, 646 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Шиповник — собачий (Rosa canina) …   Википедия

  • arándano — ► sustantivo masculino 1 BOTÁNICA Arbusto de hojas caducas, ovales y dentadas, flores solitarias, colgantes, blancas o rosadas, y fruto en baya violeta oscuro. (Vaccinium myrtillus.) SINÓNIMO [mirtilo] [ráspano] 2 BOTÁNICA Fruto comestible de… …   Enciclopedia Universal

  • ojaranzo — (del sup. b. lat. «olearandeum», contaminación de «lorandeŭm» y «oleandrum», a partir del lat. «rhododendron», del gr. «rhodódendron») 1 Carpe. 2 (And.) *Rododendro. * * * ojaranzo. (Del b. lat. *olearandeum, cruce de lorandĕum y oleandrum,… …   Enciclopedia Universal

  • rododendro — (Del gr. rhodon, rosa + dendron, árbol.) ► sustantivo masculino 1 BOTÁNICA Planta arbustiva ericácea, de hojas persistentes, oblongas y agudas, con flores en corimbo de cinco lóbulos desiguales, sonrosadas o púrpuras y de fruto capsular.… …   Enciclopedia Universal

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • ροδόδενδρο — το / ῥοδόδενδρον, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, το οποίο περιλαμβάνει ώς και 1.200 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων θάμνων και λίγων δένδρων, με εντυπωσιακά άνθη και… …   Dictionary of Greek

  • ροδόδεντρο — Φυτά με ποικιλία μορφών (φρύγανα, θάμνοι, δέντρα) του γένους ροδόδενδρον (οικογένεια ερικίδες, δικοτυλήδονα). Πολλά είναι τα είδη που φύονται στην Ασία, Αμερική και Ευρώπη· από αυτά πολυάριθμα καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”